ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

προέλευση σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
προέλευση

eredet◼◼◼

származás◼◼◼

forrás◼◼◻

kezdőpont◼◻◻

kezdet

origó

λίπασμα ζωικής προέλευσης

állati trágya

πηγές προέλευσης των επιπτώσεων

hatásforrás