ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ενεργειακοί πόροι σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ενεργειακοί πόροι

energia-erőforrás

μη ανανεώσιμοι ενεργειακοί πόροι

nem-megújuló energiaforrás