ελληνικά | ουγγρικά |
---|---|
ας | hagy◼◼◼ |
ας βγούμε έξω για φαγητό σήμερα | |
ας βρεθούμε ... | |
ας μιλήσουμε στα ... | |
ας μοιραστούμε το λογαριασμό | |
ας πάμε ... | |
ας τον χωρίσουμε στην μέση | |
ας υποθέσουμε ότι... | |
(főnév) ο λαμπτήρας, (melléknév) αναμμένος (-η-ο) | |
(δημόσια) επιχείρηση κοινής ωφελείας (ΔΕΚΟ) | |
(ημερήσιες παλίνδρομες) μετακινήσεις μεταξύ κατοικίας | |
... πολυτελείας | |
(csatatéren) η μάχη, (küzdelem) ο αγώνας | |
o κώδικας, ο κωδικός | |
o πρίγκιπας | |
(orvos) ο γιατρός, (cím) ο/η διδάκτωρ/διδάκτορας | |
(portás) ο θυρωρός, (sportban) ο τερματοφύλακας, ο γκολκίπερ | |
(sportban) ο τελικός (αγώνας) | |
(őrült) τρελός-ή-ό, (idétlen) ζουρλός-ή-ό, μουρλός-ή-ό, (hülye) ο βλάκας | |
άβακας | |
Άγαλμα της Ελευθερίας | |
άδεια αλιείας | |
άδεια εργασίας | |
άκμονας | |
άλας | só◼◼◼ |
άμβωνας | |
άμεση αντισύλλυψη (το χάπι της επόμενης ημέρας) | |
άνδρας | férfi◼◼◼ |
άνθρακας | szén◼◼◼ lépfene◼◻◻ |