ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

döntő σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
döntő

τελικός◼◼◼

αποφασιστικός◼◼◻

οριστικός◼◻◻

(sportban) ο τελικός (αγώνας)

αδιαμφισβήτητος

Το ιστορικό σας