ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

munkavállalási engedély σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
munkavállalási engedély

άδεια εργασίας◼◼◼

szüksége van munkavállalási engedélyre?

έχετε άδεια εργασίας;

Το ιστορικό σας