Ενεργοποιήστε τη Javascript για να χρησιμοποιήσετε το λεξικό! Πώς να ενεργοποιήσω τη Javascript;
(őrült) τρελός-ή-ό, (idétlen) ζουρλός-ή-ό, μουρλός-ή-ό, (hülye) ο βλάκας▼
ανόητος▼
αξιωματικός▼
αποκλίνων▼
βλάκας▼
γελωτοποιός▼
μανιακός▼
χαζός▼
το τρελοκομείο▼
καλαμπούρι (το)▼
τρέλα▼
τρελαίνω▼
Πρωταπριλιά▼
πρωταπριλιά▼
↑