ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

harc σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
harc

καταπολέμηση◼◼◼

μάχη◼◻◻

δράση◼◻◻

αγώνας

δίωξη

(csatatéren) η μάχη, (küzdelem) ο αγώνας

μάχομαι

πάλη

παλεύω

harci

πολεμικός

harckocsi

άρμα μάχης

άρμα μάχης (árma máchis)

Harckocsi

Άρμα μάχης

harcmező

πεδίο μάχης

harcművészet

πολεμικές τέχνες◼◼◼

harcművészetek

πολεμικές τέχνες

harcol

αγωνίζομαι

αγώνας

μάχομαι

πάλη (páli)

παλεύω

πολεμώ

harcos

μαχητής◼◼◼

πολεμιστής

harcsa

γουλιανός◼◼◼

γατόψαρο◼◼◼

a szabadságért vívott harc

ο αγώνας για την ελευθερία

osztályharc

πάλη των τάξεων

törpeharcsa

γατόψαρο◼◼◼

Το ιστορικό σας