Ενεργοποιήστε τη Javascript για να χρησιμοποιήσετε το λεξικό! Πώς να ενεργοποιήσω τη Javascript;
(főnév) ο λαμπτήρας, (melléknév) αναμμένος (-η-ο)▼
ολοκαύτωμα▼
γλόμπος▼
ηλεκτρική λυχνία▼
ηλεκτρικός λαμπτήρας▼
λάμπα▼
↑