ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

égő σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
égő

(főnév) ο λαμπτήρας, (melléknév) αναμμένος (-η-ο)

égő áldozat

ολοκαύτωμα

villanyégő

γλόμπος

ηλεκτρική λυχνία

ηλεκτρικός λαμπτήρας

λάμπα

Το ιστορικό σας