ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

doktor σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
doktor

ιατρός◼◼◼

γιατρός◼◼◻

(orvos) ο γιατρός, (cím) ο/η διδάκτωρ/διδάκτορας

διδάκτωρ

δόκτορας

doktor (m)

ιατρός◼◼◼

γιατρός◼◼◻

Doktor House

Ιατρικές υποθέσεις (τηλεσειρά)

doktori képzésben veszek tészt ...

κάνω το διδακτορικό μου ...

doktor

γιατρός

ιατρική

ιατρός

doktornő (f)

γιατρός

ιατρός

doktorátus

διδακτορία

διδακτορική διατριβή

διδακτορικό

Το ιστορικό σας