ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

házastárs σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
házastárs

σύζυγος◼◼◼

σύζυγος (ο/η)◼◼◼

σύντροφος◼◻◻

γυναίκα

σπίτι

(férj) ο σύζυγος, (feleség) η σύζυγος

άνδρας

házastársi

συζυγικός

Το ιστορικό σας