Magyar-Görög szótár »

ken görögül

MagyarGörög
kényúr

δεσπότης

akusztikai kényelem

ακουστική άνεση

alkalmanként

αραιά και που

περιστασιακά

alkének

Αλκένια

baba törlőken

μωρομάντιλα

banki tevékenység

υπερύψωση/διαμόρφωση πρανών/τραπεζικό σύστημα

barna kenyér

μαύρο ψωμί

befecskendezés

ένεση◼◼◼

beken

αλείφω (-ψω)

bekensz?

θα μου βάλεις κρέμα;

berkenye

σόρβον

σουρβιά

csökken

μείωση◼◼◼

απομείωση◼◻◻

ελάττωση◼◻◻

κερί

csökkenés

μείωση◼◼◼

πτώση◼◼◻

ελάττωση◼◼◻

απομείωση◼◻◻

λιγοστεύω

csökkenő

φθίνουσα◼◼◼

csökkent

μείωση◼◼◼

διάταξη◼◼◻

πτώση◼◼◻

αποκοπή◼◼◻

απομείωση◼◻◻

περικοπή◼◻◻

ελάττωση◼◻◻

χαμηλότερος◼◻◻

αποδέκτης◼◻◻

απομακρύνομαι

αραιώνω

ελαττώνομαι

ελαττώνω

καλοκαίρι

κατεβάζω

λιγοστεύω

μειώνομαι

1234