Magyar-Görög szótár »

ken görögül

MagyarGörög
kényelem

παρηγορώ

kényelmes

άνετος◼◼◼

άνετος (-η-ο)◼◼◼

αναπαυτικός

βολικός

kényelmesen

άνετα◼◼◼

αναπαυτικά◼◼◻

kényelmesnek érzi?

σας είναι άνετα;

kenyér

ψωμί (το)◼◼◼

άρτος◼◼◻

το ψωμί◼◻◻

Kenyér

Ψωμί◼◼◼

kenyérbél

ψίχα◼◼◼

kenyérbolt

αρτοποιείο

αρτοπωλείο

φούρνος

φούρνος (foúrnos)

ψωμάδικο

kenyérhéj

κρούστα◼◼◼

kenyérmorzsa

τρίμμα

ψίχα

ψίχουλο

kenyérpirító

τοστιέρα

φρυγανιέρα

kényes

ευαίσθητος

kényeztet

παραχαϊδεύω

kényszer

περιορισμός◼◼◼

πίεση◼◼◼

εξαναγκασμός◼◻◻

ισχύς◼◻◻

kényszerít

βία◼◼◼

αναγκάζω

αναγκάζω (-σω)

δύναμη

εκβιάζω

υποχρεώνω

kényszerít (→ αναγκάζομαι kényszerül, kénytelen)

αναγκάζω

kényszerítés

βία◼◼◼

εξαναγκασμός◼◼◻

kénytelen

αναγκασμένος (-η-ο)◼◼◼

123