Görög | Magyar |
---|---|
ένεση | fecskendő◼◼◼ injektálás◼◼◻ |
αβιογένεση | |
γένεση | kezdet◼◼◼ |
Γένεση | |
δοκιμασία για ανίχνευση ικανότητας καρκινογένεσης | |
εμβρυογένεση | |
η ένεση | injekció◼◼◼ |
θα σας κάνω μια ένεση | |
ιζηματογένεση | |
ιζηματογένεση/ιζηματαπόθεση [γεωλογικός όρος] | |
κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου/κίνδυνος καρκινογένεσης | |
καρκινογένεση/ικανότητα καρκινογένεσης | |
οντογένεση | |
παράγοντας τερατογένεσης | |
πρωτεϊνογένεση |