Magyar-Görög szótár »

közben görögül

MagyarGörög
közben

εν τω μεταξύ◼◼◼

μέσα◼◼◻

ωστόσο◼◼◻

εν τούτοις

(ezalatt) εν τω μεταξύ

közbenjár

μεσολαβώ

közbenjárás

μεσολάβηση

közbenső döntés

προσωρινή απόφαση

amint, miközben, mivel, ahogy

καθώς

amint, miközben, pedig, holott

ενώ

eközben

ωστόσο◼◼◼

εντωμεταξύ◼◼◻

időközben

εντωμεταξύ◼◼◼

αναμεταξύ

miközben

ενώ◼◼◼

όπως◼◼◻

ως◼◼◻

όταν◼◼◻

καθώς◼◼◻

αν και◼◼◻

όσο◼◼◻

διάστημα◼◼◻

μολονότι◼◼◻

τόσο◼◼◻

εφόσον◼◼◻

ενόσω◼◻◻

αφού◼◻◻

χρόνος◼◻◻

καθόσον

καίτοι

σαν

mindeközben

εν τω μεταξύ◼◼◼

εντωμεταξύ◼◼◻