Magyar-Görög szótár »

erő görögül

MagyarGörög
hő és villamoserő

θερμοηλεκτρικός σταθμός (παραγωγής ενέργειας)/ΘΗΣ

erő

θερμοηλεκτρικός σταθμός (παραγωγής ενέργειας)◼◼◼

ismerős

οικείο◼◼◼

γνωστός

γνώριμος

γνώση

οικείος

φιλικός

kapcsolt ciklusú erő

σταθμός συνδυασμένης παραγωγής ενέργειας

képzelőerő

φαντασία◼◼◼

kézi erő/munkaerő

ανθρώπινο δυναμικό

légerőtan

αεροδυναμική

légierő

αεροπορία◼◼◼

erő

ατμόιππος

ιπποδύναμη

megerőszakol

βιασμός◼◼◼

βιάζω

megerősít

βεβαιώνω◼◼◼

επιβεβαιώνω◼◼◻

ενισχύω

megerősítés

επιβεβαίωση◼◼◼

επαλήθευση◼◼◻

βεβαίωση◼◼◻

merőkanál

κουτάλα

merőleges

κάθετος◼◼◼

κατακόρυφος◼◻◻

munkaerő

προσωπικό◼◼◼

εργασία◼◼◼

nagyon rossz a térerő

το σήμα δεν είναι καθόλου καλό

naperő

σταθμός ηλιακής ενέργειας

nemi erőszak

βιασμός

nincs térerő

δεν βγάζω σήμα

növényi erőforrás

φυτικοί πόροι

olajvisszanyerő hajó

σκάφος απορρύπανσης (από το πετρέλαιο)

szélerősség

άνεμος◼◼◼

széntüzelésű erő

μονάδα παραγωγής ενέργειας με καύση άνθρακα

természeti erőforrás

φυσικοί πόροι◼◼◼

természeti erőforrás megőrzése

διατήρηση φυσικών πόρων

természeti erőforrások pusztulása

υποβάθμιση των φυσικών πόρων

tudatosságerősítő kampány

εκστρατεία ευαισθητοποίησης του κοινού

2345