Magyar-Görög szótár »

erő görögül

MagyarGörög
erőforrások árpolitikája

πολιτική για την διατίμηση των πόρων

erőfölénnyel való visszaélés

κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης◼◼◼

erőleves

ζωμός

erőmérő

δυναμόμετρο◼◼◼

erő

σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας◼◼◼

ηλεκτροπαραγωγικός σταθμός

erőmű leállítása

χαλάρωση (περιορισμός) λειτουργίας σταθμού

erőművállalat

επιχείρηση ηλεκτρισμού

erős

ισχυρός◼◼◼

έντονος◼◼◼

ανθεκτικός◼◻◻

δυνατός (-ή-ό)◼◻◻

στέρεος◼◻◻

σκληρός◼◻◻

συμπαγής◼◻◻

ακμαίος

γερός

δυνατή / δυνατό

εύρωστος

καυτερός

σθεναρός

στερεός

erős, hangos, lehetséges

δυνατός (-ή-ό)

(erős birtokos névmás) az én/te/..., (az) enyém/tied/..., saját

δικός-ή-ό μου/σου/...

erős szél

δυνατοί άνεμοι

θύελλα

erős szél fúj

έχει δυνατό αέρα

erősség

ένταση◼◼◼

ισχύς◼◼◻

δύναμη◼◼◻

σώμα◼◻◻

σθένος

erőszak

βία◼◼◼

βία (η)◼◼◼

βιασμός◼◻◻

βιαιοπραγία◼◻◻

δύναμη

βιαιότητα

σφοδρότητα

erőszakos

βίαιος (-η-ο)◼◼◼

123