Magyar-Görög szótár »

erő görögül

MagyarGörög
erőszakos

δυνατός◼◼◼

erőszakos közösülés

βιασμός (viasmόs)

erőszakosság

επιθετικότητα

erősít

σταθερός◼◼◼

erősítés

ενίσχυση◼◼◼

ενδυνάμωση◼◼◻

εντατικοποίηση

ισχυροποίηση

erősítése

ενίσχυση της◼◼◼

erősítő

ενισχυτής◼◼◼

erőteljes

ισχυρός◼◼◼

erőtlen

αδύναμος (-η-ο)

a beszélgetésünkre hivatkozva szeretném megerősíteni a találkozónkat január 7-e, kedd reggel 9.30-ra.

σε συνέχεια της συζήτησης μας, χαίρομαι να επιβεβαιώσω τη συνάντηση μας στις 9.30 π.μ την τρίτη, 7 ιανουαρίου.

akaraterő

δύναμη θέλησης

θεληματικότητα

atomerő

πυρηνικός σταθμός◼◼◼

πυρηνικός σταθμός ενέργειας

σταθμός παραγωγής πυρηνικής ενέργειας

biológiai erőforrás

βιολογικοί πόροι◼◼◼

Brit Királyi Légierő

Βρετανική Βασιλική Αεροπορία

családon belüli erőszak

ενδοοικογενειακή βία◼◼◼

elektromotoros erő

ηλεκτρεγερτική δύναμη

energia-erőforrás

ενεργειακοί πόροι

erdei erőforrás

δασικοί πόροι◼◼◼

fegyveres erők

ένοπλες δυνάμεις◼◼◼

felerősít

ενισχύω

felső erősáramú vezeték

εναέρια γραμμή (μεταφοράς ενέργειας)

felületi fényerősség

φωτεινότητα

folyami erőforrás

ποτάμιοι πόροι

fényerősség

λαμπρότητα◼◼◼

genetikai erőforrás

γενετικοί πόροι◼◼◼

gáztüzelésű erő

μονάδα (εργοστάσιο) που λειτουργεί με (χρησιμοποιεί) αέριο

haderő

δύναμη◼◼◼

halláserősség

οξύτητα ακοής

halászati erőforrás

αλιευτικοί πόροι◼◼◼

hangerő

ένταση◼◼◼

ήχος◼◻◻

όγκος

helyi erőforrás hasznosítás

χρήση επιτόπιων πόρων

heverő

ανάκλιντρο◼◼◼

1234