Magyar-Görög szótár »

emel görögül

MagyarGörög
emel

αύξηση◼◼◼

μεταφορά◼◼◻

έγερση◼◻◻

άνωση

ανατρέφω

ανεβάζω

ανελκύω

ανυψώνω

ασανσέρ

εγείρω

μεγαλώνω

ορθώνω

σηκώνω

υψώνω

emelet

όροφος (ο)◼◼◼

δάπεδο

κάτω

ο όροφος

πάτωμα

emelkedik

αύξηση◼◼◼

άνοδος◼◻◻

ανάδυση

ανέρχομαι

ανεβαίνω

emelkedés

κλίση◼◼◼

emelkedő

κλίση◼◼◼

τάξη◼◼◻

βαθμίδα◼◼◻

άνοδος◼◻◻

εφαπτομένη◼◻◻

ανηφόρα (η)

η ανηφόρα

πλαγιά

emelkedő tengerszint

ανερχόμενη στάθμη της θάλασσας

emellett

επιπλέον◼◼◼

επιπροσθέτως◼◼◻

εξάλλου◼◼◻

εκτός◼◼◻

άλλωστε◼◻◻

πλην◼◻◻

12