Magyar-Görög szótár »

emel görögül

MagyarGörög
emelő

μοχλός

emelőrúd

μοχλός

emelvény

πλατφόρμα◼◼◼

εξέδρα◼◼◻

αποβάθρα

émelygés

ναυτία◼◼◼

αηδία

αναγούλα

a recepció az első emeleten van

η υποδοχή βρίσκεται στον πρώτο όροφο

áremelés

αύξηση◼◼◼

οι ανατιμήσεις, οι αυξήσεις

az ön szobája ... emeleten van

το δωμάτιο σας βρίσκεται στον ... όροφο

biztonsági személyzet

ασφάλεια

én is remélem

έτσι ελπίζω

érdemel

αξίζω

és, (kiemelt szó előtt) is,(tagadással) sem, (óránál) múlt

και

felemel

αύξηση◼◼◼

ανυψώνω

σηκώνω (-σω)

υψώνω

félemelet

ημιώοφο, το

felemelkedés

ανάβαση

felemelkedik

αναδύομαι

ανεβαίνω

fizetés emelés

αύξηση μισθού

görög (személyre vonatkozóan)

ο Έλληνας (η Ελληνίδα)◼◼◼

hány személyre?

για πόσα άτομα;

harmadik személy

τρίτο πρόσωπο◼◼◼

helyi személyközlekedés

τοπική συγκοινωνία/τοπική υπηρεσία εξυπηρέτησης

emelkedés

πυρέτιο

τα δέκατα

idős személy

άτομο τρίτης ηλικίας/ηλικιωμένος

jogi személy

νομικό πρόσωπο◼◼◼

kártyát emelni

να κόψω την τράπουλα

kérjük tartsa magánál az összes csomagját, és minden személyes holmiját

παρακαλώ να έχετε όλες τις τσάντες και τα προσωπικά σας αντικείμενα μαζί σας

kiemel

τονίζω

kiemelkedés

ανάγλυφο◼◼◼

kiemelkedő

εμφανής◼◼◼

kiemelt

προνομιούχος◼◼◼

kilakoltatott személy

εκτοπισθείς (εκτοπισμένο άτομο)

123