Ungarisch | Griechisch |
---|---|
emel | αύξηση◼◼◼ μεταφορά◼◼◻ έγερση◼◻◻ |
emelet | όροφος (ο)◼◼◼ |
emelkedik | αύξηση◼◼◼ άνοδος◼◻◻ |
emelkedés | κλίση◼◼◼ |
emelkedő | κλίση◼◼◼ τάξη◼◼◻ βαθμίδα◼◼◻ άνοδος◼◻◻ εφαπτομένη◼◻◻ |
emelkedő tengerszint | |
emellett | επιπλέον◼◼◼ επιπροσθέτως◼◼◻ εξάλλου◼◼◻ εκτός◼◼◻ άλλωστε◼◻◻ πλην◼◻◻ |