Magyar-Görög szótár »

ól görögül

MagyarGörög
céljából

για

γιατί

διότι

εδώ

επειδή

λόγω

προς

υπέρ

dublinból származom, de most edinburgben élek

κατάγομαι από το δουβλίνο αλλά τώρα ζω στο λονδίνο

egy kicsit kijöttem a gyakorlatból

έχω καιρό να τα εξασκήσω

egy oyster kártyát kérek (előre kifizetett, metróra szóló utazási kártya)

θα ήθελα μια κάρτα όιστερ (προπληρωμένη κάρτα για το μετρό)

EK irányelv a hulladék ártalmatlanításról

οδηγία της ΕΚ σχετικά με τη διάθεση των αποβλήτων

EK rendelet a környezetgazdálkodásról és auditálásról

κανονισμός της ΕΚ σχετικά με την οικολογική διαχείριση και

EK rendelet a létező vegyi anyagokról

κανονισμός της ΕΚ σχετικά με τις υπάρχουσες χημικές ουσίες

eleged van az utazásból?

σε πιάνει ναυτία όταν ταξιδεύεις;

elment anélkül, hogy egy szót is szólt volna

έφυγε χωρίς να πει λέξη

embólia

εμβολή

epehólyag

χοληδόχος κύστη◼◼◼

χολή

esik, mintha dézsából öntenék

βρέχει καρεκλοπόδαρα

ez attól függ

εξαρτάται

ez jól hangzik

ακούγεται καλό

ez jól áll?

πως το αισθάνεστε;

ez nem áll jól

δεν μου κάνει

ezek nem állnak jól

δεν μου κάνουν

Fekete gólya

Μαυροπελαργός

felszólaló

ομιλητής◼◼◼

felszólít

ερώτημα◼◼◼

πρόσκληση◼◼◼

felszólítás

αίτημα◼◼◼

απαίτηση◼◼◼

ζήτηση◼◼◻

πρόσκληση◼◼◻

κάλεσμα◼◻◻

αξίωση◼◻◻

felszólító mód

σύζευξη

σύνδεσμος

σύνοδος

fogólap

ταστιέρα

folyik az olaj az autóból

το αμάξι χάνει λάδια

123