Magyar-Görög szótár »

ék görögül

MagyarGörög
folyadék

υγρό (το)◼◼◼

νερό◼◼◻

ρευστό◼◼◻

ρευστός

υδαρής

folyékony

υγρό◼◼◼

ρευστό◼◼◻

ρευστός◼◻◻

υγρός

υδαρής

folyékony hulladék

υγρά απόβλητα◼◼◼

folyékonyság

ευχέρεια◼◼◼

forgatónyomaték

ροπή◼◼◼

στρεπτική ροπή◼◻◻

fotokémiai termék

φωτοχημικό προϊόν

fék

πέδη◼◼◼

φρένο◼◻◻

το φρένο◼◻◻

τροχοπέδη

φρενάρω

fékez

πέδη◼◼◼

τροχοπέδη◼◻◻

σταματώ

φρένο

φρενάρω

fékezni

πατάω φρένο

fékezés

πέδηση◼◼◼

féknyereg

παχύμετρο◼◼◼

féktelen

παράφορος

félkésztermék

ενδιάμεσο αγαθό

félretájékoztatás

παραπληροφόρηση◼◼◼

féltékeny

ζηλιάρης-α-ικο

féltékeny vagyok a férjemre

ζηλεύω τον άντρα μου

féltékenység

ζήλια

fémhulladék

μεταλλικά απόβλητα◼◼◼

fémtermék

μεταλλικό προϊόν◼◼◼

föld helyreállítás hegyvidéken

αποκατάσταση γαιών (του εδάφους) σε ορεινές περιοχές

földhöz kötött tevékenység

επίγεια δραστηριότητα

földérték

αξία (της) γης

függelék

παράρτημα◼◼◼

78910