Magyar-Görög szótár »

ék görögül

MagyarGörög
fenék

βυθός

γλουτός

κάθισμα

καρέκλα

κωλομέρι

κώλος

οπίσθια

πάτος

πάτωμα

πισινός

πρωκτός

πυγή

fenékvíz/aljvíz

ακάθαρτα ύδατα στον πυθμένα (στο κύτος) πλοίου

festék

χρώματα◼◼◼

χρώμα◼◼◻

μελάνη◼◼◻

χρωστική◼◻◻

ζωγραφική◼◻◻

χρωστική ουσία◼◻◻

βάφω

ζωγραφίζω

χρωματίζω

festékanyag

χρωστική◼◼◼

βαφή◼◼◻

festékbolt

βαφείο/συνεργείο βαφής

festékszoba

θάλαμος βαφής

festéktelenítés

απομελάνωση◼◼◼

fogaskerék

οδοντωτός τροχός◼◼◼

ταχύτητα◼◼◻

γρανάζι

fogyasztási hulladék

καταναλωτικά απορρίμματα

fogyasztási termék

καταναλωτικό προϊόν◼◼◼

fogyasztók tájékoztatása

πληροφόρηση των (πληροφορίες για τους) καταναλωτών(ές)◼◼◼

fogyatékos

ανάπηρος◼◼◼

fogyatékosság

αναπηρία◼◼◼

ελάττωμα◼◻◻

μειονέκτημα

fogékonyság

ευπάθεια◼◼◼

δεκτικότητα◼◻◻

folyadék

Υγρό◼◼◼

6789