Magyar-Görög szótár »

ék görögül

MagyarGörög
ék

σφήνα◼◼◼

γωνία◼◼◻

ékesszólás

ευγλωττία

ευφράδεια

ékesszóló

ευφραδής

ékesít

περίοδος χάριτος◼◼◼

ékezet

προφορά

τόνος

ékszer

κοσμήματα◼◼◼

κόσμημα◼◻◻

πετράδι

πολύτιμος λίθος

το κόσμημα

ékszerész

κοσμηματοπώλης◼◼◼

ékírás

σφηνοειδής

(a melléknévfokozás segédszava)

πιο

(fenékbe) rúgás

κλωτσιά (η)

10 fontot szeretnék rátenni

θα ήθελα να βάλω δέκα λίρες

100 eurót szeretnék betenni

θέλω να κάνω κατάθεση 100 ευρώ

a hőmérséklet 25 fok körül van

οι θερμοκρασίες κυμαίνονται στους εικοσιπέντε βαθμους

a hőmérséklete ...

η θερμοκρασία σας είναι ...

a járatot törölték

η πτήση ακυρώθηκε

a játék ... volt

οι ερμηνείες ήταν ...

a köz tájékoztatása

δημόσια πληροφορία

a szabálytalanul parkoló autóra kerékbilincset teszünk

τα όχηματα θα στερεώνονται / ακινητοποιούνται

a törökök bevették a várost

οι Τούρκοι πήραν/κατέλαβαν/κατάκτησαν την πόλη

a vonatot törölték

το τραίνο έχει ακυρωθεί

abszolút érték

απόλυτη τιμή◼◼◼

adalék

πρόσθετο◼◼◼

προσθήκη◼◼◼

συμβολή◼◻◻

συνεισφορά◼◻◻

adalékanyag

πρόσθετο◼◼◼

adalékanyagok

τα πρόσθετα◼◼◼

agronómiai érték

καλλιεργητική αξία

agy-gerincvelői folyadék

εγκεφαλονωτιαίο υγρό

ajándék

δώρο◼◼◼

δωρεά◼◼◻

ωστόσο◼◻◻

δωρίζω

12