Görög | Magyar |
---|---|
ροκ | rock◼◼◼ |
ροκ εντ ρολ | |
Ροκ μουσική | |
ροκάνι | |
ροκανίδι | fűrészpor◼◼◼ |
ροκανίδια | forgács◼◼◼ |
ροκανίζω | |
Ροκοκό | Rokokó◼◼◼ |
ροκφόρ | rokfort◼◼◼ |
(probléma) προκύπτει (-ψει) | |
(εκτρεφόμενο) ζώο αγροκτήματος | |
έχει προκύψει ένα σπουδαίο ερώτημα | |
αέριο (που προκαλεί το φαινόμενο) του θερμοκηπίου | |
αγροκαλλιέργεια | |
αγροκαλλιέργεια (agrokalliérgeia) | |
γαϊδουροκαλόκαιρο | |
δενδροκαλλιέργεια | |
δενδροκομία | |
δενδροκομείο | |
δενδροκούναβο | |
δενδροκούναβο (dendrokúnavo) | |
είναι χειροκίνητο ή αυτόματο; | |
ερυθροκύτταρο | eritrocita◼◼◼ |
ετεροκυκλική ένωση | |
ζαχαροκάλαμο | cukornád◼◼◼ |
η προκατάληψη | |
η προκαταβολή | előleg◼◼◼ |
ηλεκτροκαρδιογράφημα | EKG◼◼◼ |
Ηλεκτροκαρδιογράφημα | |
ηλεκτροκινητική | |
ιεροκήρυκας | |
καλλιέργεια οπωροφόρων/οπωροκομία |