Görög | Magyar |
---|---|
ρέω | |
διαρρέω | |
διαρρέω (διαρρεύσω) | |
διαχείριση ορέων | |
ευρέως | bőven◼◼◼ szélesen◼◼◻ |
η υποχρέωση | kötelesség◼◼◼ |
θα έχετε μια πρόσθετη χρέωση ... | |
καταρρέω | |
κυκλοφορία οχημάτων μεταφοράς βαρέων φορτίων | |
με υποχρέωσες | |
προστασία των ορέων | |
στερέωμα | |
υπάρχει χρέωση για την είσοδο; | |
υποχρέωση | feladat◼◼◻ kötelem◼◼◻ felelősség◼◻◻ teher◼◻◻ kötelesség◼◻◻ szolgálat◼◻◻ kell◼◻◻ vám◼◻◻ tartozás◼◻◻ nehézség◼◻◻ hátrány◼◻◻ funkció◼◻◻ kötvény◼◻◻ biztos◼◻◻ adósság◼◻◻ must◼◻◻ |