Magyar | Görög |
---|---|
biztos | πρέπει◼◼◼ επίτροπος◼◼◻ δικαίωμα◼◼◻ ασφάλεια◼◼◻ υποχρέωση◼◻◻ βέβαιος◼◻◻ δίκαιο◼◻◻ ασφαλής◼◻◻ απευθείας◼◻◻ (melléknév) σίγουρος-η-ο, βέβαιος-η-ο, (határozószó) σίγουρα |
biztos benne? | |
biztos vmiben | |
biztosan | πρέπει◼◼◼ ασφαλώς◼◼◻ οπωσδήποτε◼◻◻ βεβαίως◼◻◻ βέβαια◼◻◻ σίγουρος◼◻◻ |
biztosít | εγγύηση◼◼◼ τύπος◼◼◻ βεβαιώνω◼◻◻ |
biztosított | |
biztosítás | ασφάλεια◼◼◼ κάλυψη◼◼◼ |