Görög | Magyar |
---|---|
καύση | égetés◼◼◼ égés◼◼◻ eléget◼◼◻ éget◼◻◻ ég◼◻◻ ír◼◻◻ |
καύση (ελέγχου) σε πυρσό | |
αποτέφρωση/καύση | |
ελεγχόμενη καύση | |
ενέργεια από το πετρέλαιο (την καύση πετρελαίου) | |
κατάλοιπα (της) καύσης | |
κινητήρας καύσης | |
μηχανή εσωτερικής καύσης | |
μονάδα παραγωγής ενέργειας με καύση άνθρακα | |
πετρέλαιο εξωτερικής καύσης | tüzelőolaj◼◼◼ |
πετρέλαιο εξωτερικής καύσης/μαζούτ |