Magyar-Görög szótár »

égés görögül

MagyarGörög
égés

καύση◼◼◼

έγκαυμα◼◻◻

ανάφλεξη◼◻◻

égési gáz

καυσαέριο

égési maradék

κατάλοιπα (της) καύσης

belső égésű motor

μηχανή εσωτερικής καύσης◼◼◼

internal combustion engine

belsőégésű motor

μηχανή εσωτερικής καύσης◼◼◼

κινητήρας καύσης

gyomorégés

καούρα

leégés, ciki

ρεζίλι (το)

régész

αρχαιολόγος

régészet

αρχαιολογία◼◼◼

αρχαιολογία (arçeoloyia)◼◼◼

Régészet

Αρχαιολογία◼◼◼

régészeti lelőhely

αρχαιολογική θέση

αρχαιολογική θέση/αρχαιολογική τοποθεσία

αρχαιολογική τοποθεσία

régészeti:

αρχαιολογικός (-η-ο)