Görög | Magyar |
---|---|
η περιοχή | környék◼◼◼ |
άγονη περιοχή | |
απόθεμα, προστατευόμενη περιοχή | |
δομημένη περιοχή | |
(πυκνο)δομημένη περιοχή/οικιστική περιοχή | |
θέση (περιοχή) εξόρυξης | |
μη δομημένη (αδόμητη) περιοχή | |
οικολογικά ευαίσθητη περιοχή | |
προστατευόμενη περιοχή | |
προστατευόμενη περιοχή για ανθρωπολογικούς λόγους | |
προστατευόμενη περιοχή εκβολών ποταμού (ποταμόκολπου) | |
προστατευόμενη περιοχή φυσικού τοπίου | |
πυκνοδομημένη περιοχή |