Magyar-Görög szótár »

beépített terület görögül

MagyarGörög
beépített terület

δομημένη περιοχή◼◼◼

(πυκνο)δομημένη περιοχή/οικιστική περιοχή

οικιστική περιοχή

πυκνοδομημένη περιοχή