ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

vörös σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
vörös

κόκκινο◼◼◼

κόκκινο (kókkino)◼◼◼

ερυθρό◼◼◼

ερυθρό (erythró)◼◼◼

ερυθρός◼◼◻

κόκκινος◼◼◻

πορφυρό (porfyró)

άλικο (áliko)

κοκκινομάλλα

Vörös

Κόκκινο◼◼◼

Vörös Hadsereg Frakció

Φράξια Κόκκινος Στρατός

vörös hajú

κοκκινομάλλης

vörös káposzta

κόκκινο λάχανο◼◼◼

Vörös róka

Αλεπού

Vörös-tenger

Ερυθρά Θάλασσα

Ερυθρά θάλασσα

Vörös tér

Κόκκινη Πλατεία

Vörös törpe

Ερυθρός νάνος

vörös vércse

βραχοκιρκίνεζο

βραχοκιρκίνεζο (brachokirkínezo)

vörös árapály

έξαρση ερυθρόχρωμου πλαγκτού

Vörös óriás

Ερυθρός γίγαντας

vörösbegy

κοκκινολαίμης (kokkinolaímis)

vörösbor

ερυθρό◼◼◼

ερυθρός◼◼◼

κόκκινο◼◻◻

vöröses

κοκκινωπός

vörösfenyő

λάρικας

λάρικας (larikas)

vöröshagyma

κρεμμύδι◼◼◼

Vöröshagyma

Κρεμμύδι◼◼◼

vöröshajú

κοκκινομάλλης

Vöröskereszt

Ερυθρός Σταυρός◼◼◼

vörösréz

χαλκός◼◼◼

vörösvérsejt

ερυθροκύτταρο

vörösvértest

ερυθροκύτταρο

infravörös

υπέρυθρος◼◼◼

infravörös sugárzás

υπέρυθρη ακτινοβολία◼◼◼

karmazsinvörös

βυσσινής

skarlátvörös

κόκκινος (kókkinos)

12

Το ιστορικό σας