ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ερυθρό σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ερυθρό

vörös◼◼◼

piros◼◼◻

vörösbor◼◻◻

ερυθρό (erythró)

vörös◼◼◼

piros◼◼◻

ερυθρός

vörös◼◼◼

vörösbor◼◼◻

piros◼◼◻

Ερυθρός γίγαντας

Vörös óriás

Ερυθρός νάνος

Vörös törpe

Ερυθρός Σταυρός

Vöröskereszt◼◼◼

έξαρση ερυθρόχρωμου πλαγκτού

vörös árapály