ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

vörös σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
sötétvörös

ιώδες◼◼◼

élénkvörös

κόκκινος (kókkinos)

12

Το ιστορικό σας