ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szer σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szerelvény

συρμός◼◻◻

εξαρτήματα/σύνδεσμοι/επίπλωση (είδη, διαρρύθμιση)

επίπλωση

κουπί

szerelvény (gáz- vízcső)

εξαρτήματα◼◼◼

σύνδεσμοι◼◼◻

εξαρτήματα/σύνδεσμοι/επίπλωση (είδη, διαρρύθμιση)

επίπλωση

szerenád

σερενάτα

szerencse

τύχη◼◼◼

ευτυχία

szerencsejáték

τζόγος◼◼◼

szerencsés

ευτυχής

ευτυχής (eftikhis) , ευτυχισμένος (eftikhismenos)

ευτυχισμένος

ευτυχώς

καλορίζικος

τυχερός

τυχερός / τυχερή / τυχερό

szerencsétlen

άμοιρος

άτυχος

άτυχος / άτυχη / άτυχο

szerencsétlen, boldogtalan

δυστυχισμένος (-η-ο)

szerencsétlenség

ατύχημα◼◼◼

ατυχία

δυστυχία

καταστροφή

όλεθρος

szerény

μετριόφρονας

σεμνός

ταπεινός

szerénység

μετριοπάθεια

μετριοφροσύνη

szerep

ρόλος◼◼◼

διαδικασία◼◼◻

λειτουργία◼◼◻

αποστολή◼◼◻

καθήκον◼◻◻

συνάρτηση◼◻◻

χάρτης◼◻◻

123

Το ιστορικό σας