ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szer σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szer

ουσία◼◼◼

ουσίες◼◼◼

περιουσία

πράκτορας

όργανο

szerb

Σερβική◼◼◼

Σέρβος (Sérvos)

Σερβικά

σερβικά

σερβικά (serviká)

σερβικός

Szerb Köztársaság

Δημοκρατία της Σερβίας◼◼◼

szerbhorvát

σερβοκροατικά

σερβοκροατικός

Szerbia

Σερβία (Servía)◼◼◼

Szerbia és Montenegró

Σερβία και Μαυροβούνιο◼◼◼

Σερβία και Μαυροβούνιο (Servía kai Mavrovoúnio)◼◼◼

szerda

Τετάρτη◼◼◼

Τετάρτη (η)◼◼◼

Szerda

Τετάρτη◼◼◼

szerdán

την τετάρτη◼◼◼

szerecsendió

μοσχοκάρυδο◼◼◼

απελατίκι

κεφαλοθραύστης

Szerecsendió

Μοσχοκαρυδιά

szerelem

έρωτας

έρωτας (érotas)

αγάπη

αγάπη (agápi)

αγαπώ

εραστής

ερωμένη

στοργή

szerelem első látásra

κεραυνοβόλος έρωτας

szerelmes

ερωτευμένος

szerelmes dal

ερωτικό τραγούδι

szerelmes vkibe

ερωτευμένος-η-ο (+ με)

szerelvény

εξαρτήματα◼◼◼

σύνδεσμοι◼◼◻

συρμός◼◻◻

12