ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

επίπλωση σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
επίπλωση

bútor◼◼◼

szerelvény

szerelvény (gáz- vízcső)

βιομηχανία ειδών επίπλωσης (επίπλων)

bútoripar

εξαρτήματα/σύνδεσμοι/επίπλωση (είδη, διαρρύθμιση)

szerelvény

szerelvény (gáz- vízcső)