ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ευτυχισμένος σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ευτυχισμένος

boldog◼◼◼

szerencsés

vidám

ευτυχισμένος ο καινούριος χρόνος

boldog új évet

ευτυχής (eftikhis) , ευτυχισμένος (eftikhismenos)

szerencsés