ελληνικά | ουγγρικά |
---|---|
καταστροφή | pusztulás◼◻◻ |
καταστροφή (η) | |
καταστροφή (φθορά) του δάσους | |
καταστροφή από πετρέλαιο | |
καταστροφή κτηρίου(ων) | |
καταστροφή οικοτόπου | |
καταστροφή των καλλιεργειών | |
(χρηματική) ποινή για οικολογική καταστροφή | |
ανθρωπογενής καταστροφή | |
βοήθεια για την αντιμετώπιση καταστροφής | |
γεωλογική καταστροφή | |
δυναμικό καταστροφής (εξασθένησης) του όζοντος | |
ετοιμότητα για την αντιμετώπιση καταστροφής | |
μετεωρολογική καταστροφή | |
οικολογική καταστροφή | |
πληγείσα ζώνη (από καταστροφή) | |
ποινή για οικολογική καταστροφή | |
πρόληψη καταστροφής(ών) | |
σχέδιο έκτακτης ανάγκης (σε περίπτωση καταστροφής) | |
υδρολογική καταστροφή | |
υπηρεσία ελέγχου καταστροφής | |
φυσική καταστροφή | |
φυσική καταστροφή/θεομηνία |