ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

κουπί σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
κουπί

evező

evezőlapát

szerelvény

Κουπίδο

Ámor

νόμιζα πως ήταν σκουπίδι

szerintem ez pocsék volt

σβήνω (-σω) (koszt) σκουπίζω (-σω), καθαρίζω (-σω)

letöröl

σκουπίδι

bóvli

hulladék

szemét

σκουπίδι (το)

szemét

σκουπίδια

törmelék◼◼◼

bóvli

dzsunka

σκουπίζω

seper

söpör

töröl