ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

old σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
alkáliföldfém

αλκαλική γαία◼◼◼

anyaföld

πατρίδα

ártalmatlanítás földön/földben

χερσαία διάθεση

baloldal

αριστερά◼◼◼

αριστερός

baloldali

αριστερά◼◼◼

(politikailag is) αριστερός (-η-ο)

Baszkföld

Χώρα των Βάσκων◼◼◼

belföld

το εσωτερικό◼◼◼

εσωτερικό◼◼◼

ενδοχώρα◼◻◻

belföldi

εγχώριος◼◼◼

ντόπιος◼◻◻

αυτόχθων

γηγενής

ιθαγενής

οικιακός

boldog

ευτυχισμένος◼◼◼

ευτυχής

ευτυχώς

ευχαριστημένος

χαρούμενος

χαρωπός

boldog karácsonyt

καλά Χριστούγεννα

boldog karácsonyt! vagy kellemes karácsonyt!

καλά χριστούγεννα

boldog születésnapot

χαρούμενα γενέθλια

χρόνια πολλά

boldog születésnapot!

χρόνια πολλά

boldog születésnapot, boldog szülinapot, Isten éltessen

χαρούμενα γενέθλια (charoúmena genéthlia)

boldog új évet

ευτυχισμένος ο καινούριος χρόνος

καλή χρονιά

boldog új évet!

καλή χρονιά!

boldogan

ευτυχώς

boldogság

ευδαιμονία

ευτυχία (η)

χαρά

boldogtalan

δυστυχισμένος

boldogtalanság

δυστυχία

λύπη

boldogulás

πρόνοια

123

Το ιστορικό σας