ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

old σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
chorológia, növény/állatföldrajz

χωρολογία

Csecsenföld

Τσετσενία◼◼◼

Csukcsföld

Αυτόνομος θύλακας Τσουκότκα

Deimosz (hold)

Δείμος (δορυφόρος)

domboldal

πλαγιά◼◼◼

domborzat (föld)

ανάγλυφο του εδάφους◼◼◼

egyoldalú

μονομερής◼◼◼

egyoldalúan

μονομερώς

elboldogulok az ...

μπορώ να συνεννοηθώ στα ...

elföldel

ενταφιάζω

elföldelés

ταφή◼◼◼

Europé (hold)

Ευρώπη (δορυφόρος)

félhold

ημισέληνος

μηνίσκος

felold

διαλύω

λιώνω

feltárás oldala

πλευρά εκσκαφής (ανασκαφής)

föld

γαίες◼◼◼

εκτάσεις◼◼◼

χώμα◼◼◻

έκταση◼◼◻

δάπεδο◼◼◻

πεδίο◼◼◻

ξηρά (dry-land) , γη (yi)◼◻◻

πυθμένας◼◻◻

χώρα◼◻◻

γείωση

γήπεδο

κτήματα

χωράφι

βυθός

γαία

γειώνω

Γη

γη

η γη, (talaj) το έδαφος, το χώμα, (telek) το κτήμα, το χωράφι

κτήμα

πάτωμα

στεριά

σώμα

1234

Το ιστορικό σας