ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ντόπιος σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ντόπιος

belföldi◼◼◼

helybeli

helyi

τοπικός-ή-ό, ντόπιος (-α-ο)

helyi