ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

εσωτερικό σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
εσωτερικό

belső◼◼◼

belföld◼◻◻

εσωτερικό γινόμενο

skaláris szorzat

εσωτερικό εμπόριο

belkereskedelem

εσωτερικός

belső◼◼◼

ezoterikus

εσωτερικός ασθενής

fekvőbeteg◼◼◼

εσωτερικός κανονισμός

szabályzat◼◼◼

δωμάτιο με εσωτερικό μπάνιο

hálószobából nyíló fürdőszoba

το εσωτερικό

belföld◼◼◼