ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

old σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
old

διαλύω

λύνω

oldal

σελίδα◼◼◼

πλευρά◼◼◼

μέρος◼◼◻

ιστοσελίδα◼◼◻

εγκατάσταση◼◻◻

χώρος◼◻◻

τόπος◼◻◻

έξω◼◻◻

πλάι◼◻◻

πλευρό◼◻◻

έδρα◼◻◻

μεταίχμιο◼◻◻

πρόσωπο◼◻◻

ιστότοπος◼◻◻

δείκτης◼◻◻

άκρη◼◻◻

ακμή◼◻◻

μεριά

χέρι

oldalnézet

διάταξη◼◼◼

oldalsó

έξω◼◼◼

oldalsó visszapillantó tükör

πλαινός καθρέφτης

oldat

διάλυμα◼◼◼

λύση

Oldat

Διάλυμα◼◼◼

oldhatatlan anyag

αδιάλυτη ουσία

oldhatóság

διαλυτότητα◼◼◼

oldott oxigén

διαλυμένο οξυγόνο◼◼◼

oldott szerves szén

διαλυμένος οργανικός άνθρακας◼◼◼

oldás

διάλυση/αποσύνθεση/διαχωρισμός

a jobb oldalon

στη δεξιά πλευρά

a jobboldali pártok

τα δεξιά κόμματα

baloldal

αριστερά◼◼◼

αριστερός

baloldali

αριστερά◼◼◼

(politikailag is) αριστερός (-η-ο)

boldog

ευτυχισμένος◼◼◼

ευτυχής

12

Το ιστορικό σας