ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

meg σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
megbízott

αντιπρόσωπος◼◼◻

καταπιστευματοδόχος◼◼◻

αναπληρωτής◼◼◻

διαχειριστής◼◼◻

πράκτορας◼◻◻

μεσάζων◼◻◻

διαμεσολαβητής◼◻◻

αντίκλητος◼◻◻

εργολάβος◼◻◻

πληρεξούσιος

εναλλακτικός

megbízott vezetés

κατ' ανάθεση διαχείριση

megbocsát

δικαιολογία

συγχωρώ

megbocsáthatatlan

απεχθής

ασυγχώρητος

megbolondol

τρελαίνω

megbosszul

εκδικούμαι

megbukik

πτώση◼◼◼

αποτυγχάνω

πέφτω

megbukik vmiből

κόβομαι (κοπώ) (+ σε)

megbukni a vizsgán

να κοπώ σε ένα διαγώνισμα / μια εξέταση

megbundáz

στήνω

megbüntet

κολάζω

τιμωρώ

megcáfol

αναιρώ

megcéloz

στόχος◼◼◼

σκοπός◼◻◻

megcímez

διεύθυνση◼◼◼

megcsal

εξαπατώ

κερατώνω

megcsinál

κάνω

φτιάχνω

megcsókol

ασπάζομαι

φιλώ

megcsókolhatlak?

μπορώ να σε φιλήσω;

megcsömörlés

ναυτία

megcsörgetni

παίρνω τηλέφωνο

megdöbbenés

έκπληξη

4567

Το ιστορικό σας