ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

καταπιστευματοδόχος σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
καταπιστευματοδόχος

megbízott◼◼◼

vagyonkezelő◼◼◼

meghatalmazott◼◻◻