ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ναυτία σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ναυτία

émelygés◼◼◼

megcsömörlés

tengeri betegség

tengeribetegség

με έχει πιάσει ναυτία

tengeribeteg vagyok

σε πιάνει ναυτία όταν ταξιδεύεις;

eleged van az utazásból?