ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

meg σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
megdöbbenés

εκπλήσσω

megdöbbent

καταπλήσσω

σοκάρω

megdöbbentő

απίστευτο

megdönt

κλίση◼◼◼

ανατροπή◼◼◻

megdug

γαμώ (gamó)

πηδάω

συνουσιάζομαι (synousiázomai)

megdupláz

διπλάσιος◼◼◼

megéget

καίω

megégettem magam

κάηκα

megegyezés

συμφωνία◼◼◼

συναίνεση◼◼◻

σύμβαση◼◼◻

συνέπεια◼◻◻

διευθέτηση◼◻◻

κοινή συναίνεση◼◻◻

συνθήκη◼◻◻

διάταξη◼◻◻

συνεννόηση◼◻◻

σύμπτωση

megegyezik

συνδυασμός◼◼◼

megegyező

αντίστοιχος◼◼◼

γενικός◼◼◻

κοινός◼◼◻

πανομοιότυπος◼◼◻

megelégedés

ικανοποίηση◼◼◼

megelégedettség

ικανοποίηση◼◼◼

megélhetés

ζην◼◼◼

βιοπορισμός◼◼◻

διαβίωση◼◻◻

ζωή◼◻◻

megelőz

προηγούνται◼◼◼

προηγούμαι

megelőzés

πρόληψη◼◼◼

αποτροπή◼◼◻

προφύλαξη◼◻◻

megelőzésre vonatkozó információ

προληπτική πληροφόρηση

megelőző

προληπτικός◼◼◼

5678

Το ιστορικό σας