ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

gyakorol σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
gyakorol

άσκηση◼◼◼

πράξη◼◼◻

πρακτική◼◼◻

εξάσκηση◼◻◻

ασκώ

εξασκούμαι (-ηθώ), κάνω εξάσκηση (+ σε vmit)

προπονούμαι

gyakorol vmit

εξασκούμαι (εξασκηθώ) (+ σε)

gyakorolnom kell a vezetést

πρέπει να εξασκηθώ / κάνω εξάσκηση στην οδήγηση

az ellenzék nyomást gyakorol a kormányra

η αντιπολίτευση ασκεί πίεση στην κυβέρνηση

egészégre gyakorolt hatás

επίδραση (επιπτώσεις) στην υγεία

επίδραση στην υγεία

επιπτώσεις στην υγεία

emberre gyakorolt hatás

επίδραση (επιπτώσεις) στον άνθρωπο

környezetre gyakorolt hatás

επιπτώσεις στο περιβάλλον◼◼◼

περιβαλλοντική επίπτωση◼◼◻

επίδραση (επιπτώσεις) στο περιβάλλον

επίδραση στο περιβάλλον

Το ιστορικό σας